σαραβαλιασμένος

σαραβαλιασμένος
η , ο
1) изношенный, истрёпанный; развалившийся, превратившийся в рухлядь; 2) дряхлый, одряхлевший, превратившийся в развалину (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σαραβαλιασμένος" в других словарях:

  • σαραβαλιάζομαι — σαραβαλιάζομαι, σαραβαλιάστηκα, σαραβαλιασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σαθρός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο μη στερεός, αυτός που εύκολα μπορεί να καταρριφτεί: Σαθρό επιχείρημα. – Σαθρά θεμέλια. 2. σάπιος, σαραβαλιασμένος, αυτός που δεν έχει πλέον αντοχή: Σαθρή στέγη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαραβαλιάζω — σαραβάλιασα, σαραβαλιάστηκα, σαραβαλιασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι σαράβαλο, διαλύω, ξεχαρβαλώνω: Το σαραβάλιασε κιόλας το αυτοκίνητο. 2. αμτβ., γίνομαι σαράβαλο: Αυτοκίνητο σαραβαλιασμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»